top of page
Search

Κύριε Σαββόπουλε…

  • Writer: Emmanuelle A.
    Emmanuelle A.
  • Oct 26
  • 4 min read

Updated: Oct 29


ree

Στις σχολικές γιορτές χάναμε ώρες μαθήματος για να τραγουδήσουμε στη χορωδία.
Τότε, δεν καταλαβαίναμε πόσο τυχεροί ήμασταν.
Λέγαμε το «Δημοσθένους λέξις» χωρίς να δίνουμε σημασία στους δημιουργούς,
χωρίς να συνειδητοποιούμε πως μέσα απο αυτά τα τραγούδια
μαθαίναμε να αγαπάμε,
να σκεφτόμαστε,
να νιώθουμε.

Στην εφηβεία,
οι πιο όμορφες αναμνήσεις μου έχουν ήχο κιθάρας
και άρωμα φωτιάς στην άμμο δίπλα από τη θάλασσα.
Νύχτες στο εξοχικό με φίλους,
πρώτες αγάπες,
πρώτα βλέμματα,
πρώτα τραγούδια.
Ανάμεσα τους, ένα που με σημάδεψε
«Το ζεϊμπέκικο».
Δεν ήξερα τότε
πως εκείνος ο ρυθμός θα με ακολουθούσε μια ζωή.
Πως κάθε φορά που θα τον άκουγα,
θα ένιωθα κάτι μέσα μου να σπάει και να ξαναγεννιέται.

Μεγαλώνοντας,
στα γλέντια και στις χαρές,
τραγουδούσαμε δυνατά
«Σαν τον Καραγκιόζη» κι «Ας κρατήσουν οι χοροί».
Γιατί εκεί, στα λόγια σου, βρίσκαμε πάντα τη ζωή μας,
με τα φώτα και τις σκιές της.

Στη σχολή, χρόνια μετά,
μια από τις εργασίες μου στο τελευταίο έτος ήταν η εικονοποίηση του τραγουδιού
«Μια θάλασσα μικρή».
Δεν το διάλεξα τυχαία, ήταν σαν να με διάλεξε εκείνο.
Οι στίχοι του, γεμάτοι απλότητα και βάθος,
κουβαλούσαν κάτι από την ίδια την ύπαρξη μου.
Τη νοσταλγία, τη μνήμη,
το ανείπωτο που στροβιλίζεται μέσα μας σαν κύμα.
Ήταν σαν να ήθελα να ζωγραφίσω την ψυχή μου,
να αποτυπώσω εκείνη τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο φως και στη μελαγχολία.
Η θάλασσα του τραγουδιού έγινε ο καθρέφτης μου,
άλλοτε ήρεμη, άλλοτε ταραγμένη,
πάντα όμως ζωντανή.

Κι όταν έγινα μητέρα,
νανούριζα τα παιδιά μου τραγουδώντας τους τη «Συννεφούλα».
Ήταν ο δικός μας τρόπος να αγγίζουμε την
ποίηση χωρίς να την ονομάζουμε,
να ξυπνάμε μέσα τους κάτι τρυφερό και καθαρό,
ένα συναίσθημα που θα ρίζωνε βαθιά
και θα τους συνόδευε σιωπηλά μεγαλώνοντας.
Σ’ εκείνες τις στιγμές, η φωνή μου δεν ήταν μόνο μητρική,
ήταν μια γέφυρα που μας ένωνε
από τα τραγούδια που με μεγάλωσαν
στα τραγούδια που τώρα μεγάλωναν εκείνους.

Και σε έναν έρωτα,
τον μοναδικό, τον αληθινό,
εκείνον που άγγιξε το πιο βαθύ μου κομμάτι,
το «Άδεια μου αγκαλιά» έγινε προσευχή.
Έγινε το τραγούδι που τραγουδούσα μέσα μου
όταν οι λέξεις δεν έφταναν,
όταν η αγάπη πονούσε τόσο
που μόνο η μουσική μπορούσε να τη γαληνέψει.
Κάθε στίχος του ήταν εξομολόγηση,
κάθε νότα μια ανάσα που δεν ήθελε να σβήσει.
Ένα τραγούδι που με κράτησε όρθια
στις πιο σιωπηλές μου νύχτες,
και που κάθε φορά που το ακούω,
επιστρέφει σαν προσευχή,
σαν ψίθυρος της αγάπης
που ποτέ δεν έπαψε να ανασαίνει μέσα μου.

Πέρυσι, στη συναυλία του στο Ηρώδειο,
είπα στην Μαργκώ:
«Πρέπει να τον δεις από κοντά. Μόνο έτσι θα τον νιώσεις πραγματικά».
Και πήγαμε.
Κι όταν τον άκουσα να τραγουδάει,
ένιωσα σαν να ξετυλίγεται μπροστά μας η ίδια μας η ζωή,
δεμένη με τις λέξεις και τις μελωδίες του.

Μια φορά, τυχαία, βρεθήκαμε σε διπλανά τραπέζια.
Πήρα θάρρος και τον πλησίασα.
«Θα μου γράψετε μια ευχή για τον γιο μου;
Τον μεγάλωσα με τα τραγούδια σας.»
Κι εκείνος, με το χιούμορ που μόνο οι σοφοί κουβαλούν,
μου απάντησε γελώντας:
«Γιατί του το έκανες αυτό του παιδιού;»
Και έγραψε:
«Αιέν αριστεύειν, νέε μου.»
Η ευχή αυτή βρίσκεται ακόμα σε κορνίζα
στο δωμάτιο του Κωνσταντίνου, σαν φυλαχτό.

Κι εγώ σήμερα θέλω να σε ρωτήσω,
όχι πια σαν παιδί, ούτε σαν θαυμάστρια,
αλλά σαν άνθρωπος που μεγάλωσε μέσα στα τραγούδια σου:

Γιατί μας το έκανες αυτό, κύριε Σαββόπουλε;
Γιατί μπήκες τόσο βαθιά μέσα μας,
χωρίς να το καταλάβουμε;
Γιατί μετέτρεψες τις λέξεις σε καθρέφτες όπου είδαμε,
ίσως για πρώτη φορά,
τον εαυτό μας ολόκληρο;
Με τις αδυναμίες του,
τις πληγές του,
τα όνειρά του.

Μας έμαθες να σκεφτόμαστε βαθύτερα,
να μη φοβόμαστε τη σιωπή,
να μη μένουμε στην επιφάνεια των πραγμάτων.
Μας έμαθες να κοιτάμε μέσα από τις λέξεις σου
και να βλέπουμε το αληθινό πρόσωπο της ζωής,
εκεί όπου το φως
και το σκοτάδι χορεύουν μαζί.

Μας έμαθες να πονάμε πιο αληθινά,
να μην κρύβουμε τον πόνο,
αλλά να τον κάνουμε τραγούδι,
να τον κάνουμε τέχνη,
να τον κάνουμε μονοπάτι
για να φτάσουμε πιο κοντά στην ψυχή μας.

Μας έμαθες να αγαπάμε πιο καθαρά,
χωρίς προσχήματα,
χωρίς υπολογισμούς,
να αγαπάμε το φως, αλλά και το σκοτάδι μέσα στον άλλον
Μας έδειξες πως η αγάπη δεν είναι πάντα ευκολία,
είναι άσκηση,
είναι λύτρωση,
είναι φωτιά που σε καίει
αλλά και σε φωτίζει.

Μας μεγάλωσες μέσα από τους στίχους σου.
Μας πήρες παιδιά
και μας έκανες ανθρώπους που νιώθουν,
που σκέφτονται, που θυμούνται.
Μας έμαθες πως η μουσική
δεν είναι απλώς ήχοι,
είναι καρδιοχτύπι,
είναι ανάσα,
είναι η πιο βαθιά εξομολόγηση
που δεν είπαμε ποτέ δυνατά.

Μας έδειξες πως ένα τραγούδι μπορεί να γίνει καταφύγιο,
να γίνει μνήμη,
να γίνει προσευχή.
Πως μπορεί να μας κρατήσει όρθιους τις νύχτες που όλα μοιάζουν χαμένα,
και να μας ψιθυρίσει
πως τίποτα δεν τελειώνει
όσο υπάρχει η μουσική.

Κι έτσι, χωρίς να το καταλάβουμε,
μεγάλωσες τις ζωές και τις ψυχές μας…

Έγινες η φωνή της εφηβείας μας,
η ανάσα της ωριμότητάς μας,
η ουσία της αγάπης μας,
ο ήχος που θα μας συνοδεύει
ώσπου να σβήσει κι η τελευταία νότα του κόσμου.

Γιατί ό,τι μας άφησες,
δεν είναι απλώς τραγούδια,
είναι κομμάτια ζωής.

Κι εμείς,
θα σε ακούμε πάντα.
Με ευγνωμοσύνη,
με συγκίνηση,
με την ίδια καρδιά που σε πρωτοάκουσε…
 
 
 

Comments


bottom of page