top of page
Search

Η Αθήνα

  • Writer: Emmanuelle A.
    Emmanuelle A.
  • Nov 10
  • 3 min read

ree
Με αφορμή δύο διαδρομές μέσα στην πόλη,
αυτή τη φορά όχι ως οδηγός αλλά ως απλός επιβάτης,
κατάφερα να την δω αλλιώς.
Να την παρατηρήσω χωρίς να τη μάχομαι.
Να την αφήσω να υπάρξει όπως είναι, χωρίς να προσπαθώ να την ελέγξω.
Και τότε, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, την είδα.
Την είδα καλά.

Αθήνα.
Μια πόλη που ποτέ δεν σου χαρίζεται, μα πάντα σου δίνεται.
Η πόλη της αναρχίας στην αρχιτεκτονική,
εκεί όπου τίποτα δεν συνταιριάζει κι όμως όλα συνυπάρχουν
. Μπαλκόνια που σχεδόν αγγίζονται,
αυθαίρετα που κρέμονται σαν προτάσεις μισές,
κουρασμένα μάρμαρα και φρέσκα graffiti,
σεντόνια που ανεμίζουν στα κάγκελα,
κεραίες σαν ξεχασμένα σκιάχτρα πάνω στις ταράτσες.

Όλα φωνάζουν πως εδώ δεν υπάρχει σχέδιο, μόνο επιβίωση.
Και όμως, μέσα σ’ αυτή την επιβίωση, υπάρχει κάτι σχεδόν ποιητικό.
Ένας παλμός που δεν σβήνει, μια μνήμη που επιμένει να ζει μέσα στο χάος.

Αθήνα.
Η πόλη των αντιφάσεων.
Του ήλιου που καίει κι όμως φωτίζει τις πιο σκοτεινές της γωνιές.
Της ομορφιάς που ζει δίπλα στην εγκατάλειψη.
Του φραπέ και του flat white,
του σουβλακιού και του sushi,
του αρχαίου ναού και του μισογκρεμισμένου μπαλκονιού που ανθίζει μια βουκαμβίλια.
Μια πόλη που μπορεί να σε θυμώσει και να σε συγκινήσει στο ίδιο λεπτό.
Που μυρίζει ταυτόχρονα καυσαέριο και γιασεμί,
σκόνη και θαλασσινό αέρα.
Μια πόλη που δεν ξέρει να παριστάνει τίποτα.
Είναι ωμή, αληθινή, απροκάλυπτη.

Αθήνα.
Η πόλη της φασαρίας.
Κορναρίσματα, σειρήνες, παιδικές φωνές, κουβέντες από καφενεία,
ραδιοφωνικοί σταθμοί που ακούγονται από ανοιχτά παράθυρα,
ένα συνεχές υπόστρωμα ζωής που σπάνια σωπαίνει.
Ακόμα κι όταν όλα ησυχάζουν, όταν η πόλη σκεπάζεται με το νυχτερινό της πέπλο,
πάλι κάτι πάλλεται.
Μια μηχανή που δεν σβήνει ποτέ,
γέλια, τηλεοράσεις, γάτες που τριγυρνούν στους δρόμους,
μια αναπνοή που δεν σταματά.
Είναι μια πόλη που ποτέ δεν κοιμάται,
απλώς κουκουλώνεται λίγο για να ονειρευτεί πως θα ξυπνήσει αλλιώς.
Κι όταν ξημερώνει, σηκώνεται πάλι όρθια,
σαν γυναίκα που ξέρει πως πρέπει να συνεχίσει, ακόμη κι αν πονάει.

Αθήνα.
Η πόλη της πολυεθνικότητας.
Κάθε γειτονιά κι ένας μικρός κόσμος.
Στην Κυψέλη μυρίζει κάρυ και δυόσμο,
στην Ομόνοια ακούς δέκα γλώσσες σε πέντε λεπτά,
στα Πατήσια παιδιά παίζουν ποδόσφαιρο φωνάζοντας ελληνικά, αραβικά, αλβανικά,
χωρίς να χρειάζονται κοινή γλώσσα για να γελάσουν.
Οι μυρωδιές, οι ήχοι, τα πρόσωπα, όλα μπλέκονται.
Η Αθήνα δεν είναι μια πόλη με ψυχή.
Είναι πολλές ψυχές μαζί, που χτυπούν ταυτόχρονα.
Ένα μωσαϊκό ανθρώπων, ιστοριών, αναμνήσεων,
όπου κάθε κομμάτι, όσο διαφορετικό κι αν είναι,
βρίσκει τη θέση του.

Κι όμως, μέσα σε όλη αυτή την ασχήμια,
η Αθήνα είναι μια κούκλα.
Μια πόλη που σε μαθαίνει να αγαπάς το ατελές.
Που δεν ντρέπεται για τα σημάδια της.
Που κάτω από το τσιμέντο της φυτρώνουν λεμονιές και νυχτολούλουδα
κι από τα παράθυρά της ακούγονται ακόμα εκπομπές που μιλούν για αγάπη, μοναξιά και ελπίδα.
Μια πόλη που, αν την αφήσεις, θα σε γιατρέψει με τη δική της άγρια τρυφερότητα.

Γιατί η Αθήνα δεν σε αγκαλιάζει, σε αντέχει.
Σε δοκιμάζει, σε καθρεφτίζει,
σε κάνει να θυμηθείς ποιος είσαι και τι σημαίνει να ανήκεις κάπου
χωρίς ποτέ να νιώθεις απόλυτα σπίτι σου.

Αν τη δεις χωρίς να κρατάς τιμόνι,
αν της επιτρέψεις να σε οδηγήσει εκείνη,
θα καταλάβεις πως η Αθήνα είναι ζωντανός οργανισμός.
Άναρχος, ατίθασος, συγκινητικά ειλικρινής.
Δεν είναι πόλη για τουρίστες ούτε για ρομαντικούς.
Είναι πόλη για όσους αντέχουν την αλήθεια.
Για όσους ξέρουν να κοιτάζουν πίσω από τις ρωγμές.
Για όσους καταλαβαίνουν πως η ομορφιά μπορεί να κρύβεται σε ένα χαμόγελο μέσα στο λεωφορείο,
σε ένα φως που πέφτει πάνω σε μια ταράτσα,
σε ένα χέρι που προσφέρει χαρτομάντιλο σε έναν άγνωστο στο φανάρι.

Η Αθήνα δεν είναι όμορφη.
Είναι αληθινή.
Δεν θα γίνει ποτέ Παρίσι ή Ρώμη και δόξα τω Θεώ γι’ αυτό.
Γιατί είναι κάτι πιο σπάνιο.
Μια πόλη που κουβαλάει στο βλέμμα της
όλα όσα είμαστε κι όλα όσα προσπαθούμε να ξεχάσουμε.
Είναι ο καθρέφτης μας.
Φθαρμένος, γεμάτος δαχτυλιές, αλλά πάντα ειλικρινής.
Και μέσα σ’ αυτόν, αν τολμήσεις να κοιτάξεις, θα δεις εσένα.

Κι εγώ, μέσα σε δύο απλές διαδρομές,
κατάλαβα πως δεν θέλω να την αλλάξω.
Δεν θέλω να της φτιάξω τους δρόμους, να της βάψω τα πεζοδρόμια,
να της σβήσω τα graffiti.
Θέλω μόνο να τη δω ξανά και ξανά.
Με φως, με σκόνη, με ζωή.
Με το χάος της, με τη ζέστη της, με τους ανθρώπους της που πάντα μιλούν δυνατά,
γελούν δυνατά, αγαπούν δυνατά.

Γιατί η Αθήνα, όπως κι εμείς, είναι όμορφη ακριβώς επειδή δεν είναι τέλεια.
Είναι η πόλη που δεν προσποιείται.
Που δεν έχει ανάγκη να σου αποδείξει τίποτα.
Που σε κοιτάει στα μάτια και σου λέει: «Έτσι είμαι. Αν μπορείς, αγάπησέ με».
Και τότε, χωρίς να το καταλάβεις, το κάνεις.
Γιατί η Αθήνα, με όλο της το φως και τη σκόνη, είναι ζωντανή.
Και τίποτα πιο όμορφο δεν υπάρχει από κάτι που συνεχίζει να ζει
με πείσμα, με ρωγμές, με ψυχή.
 
 
 

Comments


bottom of page