top of page
Search

Ήταν κάποτε ένα κορίτσι

  • Writer: Emmanuelle A.
    Emmanuelle A.
  • Oct 29
  • 4 min read

ree


Ήταν κάποτε ένα κορίτσι που έψαχνε τη θέση της στον κόσμο.
Όχι τη θέση που της είπαν πως της αξίζει,
αλλά εκείνη που θα την έκανε να ανασαίνει αληθινά.

Της έμαθαν πως η ομορφιά είναι το εισιτήριο,
πως αρκεί να χαμογελά, να είναι «καλή», να μην ενοχλεί.
Να λέει ναι.
Να χωρά.

Κι εκείνη, παιδί ακόμα, το πίστεψε.
Έμαθε να ντύνεται με ξένες προσδοκίες,
να φορά τη μάσκα της σιγουριάς,
να μιλά όπως πρέπει, να στέκεται όπως πρέπει, να ζει όπως πρέπει.

Μόνο που μέσα της, κάτι φώναζε.
Σιγανά στην αρχή, σχεδόν ανεπαίσθητα, ένα ψίθυρο που έλεγε «όχι».
Όχι σε όσα τη στένευαν, όχι σε όσα την έκρυβαν.
Μα δεν ήξερε πώς να το πει.
Δεν ήξερε πώς να θυμηθεί τον εαυτό της.
Έτσι, κλείστηκε μέσα της.
Έγινε ο κόσμος της μικρός, σιωπηλός, ασφαλής.

Μέχρι που μια μέρα, μέσα σ’ εκείνη τη σιωπή, ένιωσε κάτι να κινείται.
Μια ρωγμή.
Μικρή, αλλά αρκετή για να περάσει φως.
Κι εκεί, μέσα από το φως, άρχισε να βλέπει ξανά.
Τον εαυτό της χωρίς μάσκα.
Το κορίτσι που δεν ήταν «όμορφο» μόνο, ήταν δυνατό, τρυφερό, γεμάτο ιστορίες.
Το κορίτσι που είχε φωνή.

Και τότε άρχισε να μιλά.
Να λέει όχι.
Να λέει ναι, μόνο όπου το ένιωθε.
Δεν ήθελε πια να είναι όπως «πρέπει».
Ήθελε να είναι όπως είναι.

Κι εκεί, σ’ αυτή την αλήθεια, βρήκε επιτέλους τη θέση της.
Όχι σε έναν κόσμο που τη χώρεσε, αλλά σε έναν κόσμο που έχτισε η ίδια.
Έναν κόσμο που δεν μετρούσε την αξία της με βλέμματα,
ούτε με αποδοχή, ούτε με καθρέφτες.
Έναν κόσμο όπου μπορούσε να είναι γυμνή από ρόλους,
να γελά χωρίς να απολογείται,
να κλαίει χωρίς να ντρέπεται.
Έναν κόσμο φτιαγμένο από μικρές στιγμές ελευθερίας,
από εκείνα τα «όχι» που της στοίχισαν
και από τα «ναι» που την απελευθέρωσαν.

Μα για να φτάσει εκεί, έπρεπε πρώτα να περάσει μέσα απ’ όλα της τα σκοτάδια.
Να σταθεί απέναντι στα τραύματα που για χρόνια προσποιούνταν πως δεν υπάρχουν.
Να κοιτάξει κατάματα τις πληγές της,
εκείνες που δεν φαίνονται,
που ματώνουν αθόρυβα κάτω από τα ωραία ρούχα και τα ήσυχα χαμόγελα.

Ήταν φορές που πονούσε τόσο, που δεν ήξερε αν θα τα καταφέρει.
Το σώμα της κουβαλούσε μνήμες που δεν ήθελε να θυμηθεί.
Λόγια που άφησαν σημάδια, βλέμματα που την έκαναν να μικρύνει,
χέρια που την έμαθαν να αμφιβάλλει για την αξία της.
Και κάθε φορά που πήγαινε να σταθεί όρθια, κάτι μέσα της την τραβούσε πίσω.
Η φωνή που της έλεγε πως δεν αρκεί.
Πως δεν είναι αρκετά έξυπνη, ούτε αρκετά δυνατή, ούτε αρκετά καλή.

Έζησε χρόνια με αυτή τη φωνή.
Την πίστεψε. Την έκανε δική της.
Ώσπου μια μέρα, κατάλαβε πως δεν ήταν η δική της,
ήταν εκείνη που της φόρεσαν.

Κι άρχισε σιγά σιγά να την ξεμαθαίνει.
Να μαθαίνει πάλι τον εαυτό της από την αρχή,
σαν παιδί που αγγίζει τον κόσμο για πρώτη φορά.

Δεν ήταν εύκολο.
Οι πληγές της δεν έγιναν λουλούδια, παρέμειναν πληγές.
Αλλά έγιναν δικές της.
Έπαψαν να είναι ενοχές, έγιναν ιστορίες.
Και οι ιστορίες έγιναν δύναμη.

Έμαθε να αποδέχεται τα σημάδια της.
Να τα κοιτά χωρίς ντροπή.
Γιατί εκεί, στις ρωγμές της, κατοίκησε το φως.
Και μέσα απ’ αυτό το φως, βρήκε κάτι πολύ πιο αληθινό από την ομορφιά που της είπαν πως έχει,
βρήκε το βάθος της.
Την αλήθεια της.
Τη γυναίκα που ήταν πάντα εκεί, περιμένοντας να την αναγνωρίσει.
Κι έτσι, το κορίτσι που κάποτε δεν ήξερε να λέει όχι,
έμαθε να λέει ναι στον εαυτό της, στη ζωή της, στη διαδρομή της.

Κι αν κάποτε μπορούσε κάποιος να μιλήσει σε όλες εκείνες που ένιωσαν όπως εκείνη,
θα τους έλεγε πως δεν είναι μόνες.
Θα τους έλεγε πως η πληγή δεν είναι αδυναμία.
Είναι ο τρόπος που το φως βρίσκει δρόμο να μπει μέσα μας.
Πως δεν υπάρχει καμιά ντροπή στο να πονάς,
στο να έχεις χαθεί,
στο να έχεις αγαπηθεί λάθος.

Μα υπάρχει μεγαλείο στο να έχεις το θάρρος να αρχίσεις ξανά.
Γιατί έρχεται μια στιγμή που δεν αντέχεις πια να ζεις όπως “πρέπει”.
Κι εκείνη τη στιγμή, γεννιέσαι από την αρχή.
Ανεβαίνεις μέσα απ’ τον ίδιο σου τον πόνο
και κάθε βήμα σε φέρνει πιο κοντά σ’ αυτό που είσαι στ’ αλήθεια.

Η θεραπεία δεν είναι γραμμική, ούτε γρήγορη.
Είναι κύματα,
πότε ηρεμία, πότε φουρτούνα.
Μα κάθε φορά που λες την αλήθεια σου,
κάθε φορά που αρνείσαι να μικρύνεις για να χωρέσεις,
ο κόσμος σου ανοίγει λίγο περισσότερο.

Η δύναμη δεν φωνάζει.
Είναι σιωπηλή, σταθερή, βαθιά.
Είναι εκεί όταν διαλέγεις να σταθείς,
όταν απλώνεις το χέρι στον εαυτό σου και του λες:
«Σε βλέπω. Είσαι αρκετή. Είσαι εδώ.»

Κι έτσι, σιγά σιγά, το κορίτσι που κάποτε κρυβόταν πίσω από μάσκες,
άρχισε να γελά ξανά,
όχι για να αρέσει, αλλά γιατί ένιωθε.
Άρχισε να ζει,
όχι όπως της είπαν, αλλά όπως ήθελε.
Και τότε κατάλαβε πως η θέση της στον κόσμο δεν ήταν ποτέ κάτι που έπρεπε να βρε,
ήταν κάτι που δημιουργούσε κάθε μέρα,
με τις λέξεις, τα λάθη, τα δάκρυα και τα όνειρά της.

Ένα κορίτσι που έμαθε να αποδέχεται τον εαυτό του.
Μια γυναίκα που δεν φοβάται πια το σκοτάδι,
γιατί έμαθε πως εκεί γεννιέται το φως.
 
 
 

Comments


bottom of page