top of page
Search

Το ήξερες

  • Writer: Emmanuelle A.
    Emmanuelle A.
  • Dec 12, 2024
  • 4 min read



ree
Το ξέρεις, έτσι δεν είναι;
Το ζούσες.
Ήσουν εκεί.
Ήξερες πώς της μιλούσε.
Ήξερες πώς την έκαναν να νιώθει οι δικοί του άνθρωποι
-εκείνοι που την έβλεπαν σαν βάρος,
σαν κάτι λιγότερο από άνθρωπο.
Εκείνοι που την στραγγάλιζαν συναισθηματικά.-
Την «αγαπούσαν με τον τρόπο τους».
Σου το είχε πει.
Σου είχε πει πώς την κοιτούσαν σαν να ήταν πρόβλημα που έπρεπε να λύσουν,
πώς τα λόγια τους την πονούσαν,
πώς εκείνος τους δικαιολογούσε πάντα.
«Είναι η οικογένεια μου», έλεγε.
«Αυτοί μας αγαπούν περισσότερο απ’ όλους».

Ήξερες και για τις απειλές του.
Σου το είχε πει. Και αυτό.
Ήξερες τους τρόπους που την έσπρωχνε στα όρια της.
Τις φωνές του που αντηχούσαν στο σπίτι
και έκανε κι εκείνη και τα παιδιά να τρέμουν.

Ήξερες πώς την έβγαζε ψεύτρα,
πώς την έπνιγε η αίσθηση ότι δεν μπορούσε να αποδείξει τίποτα,
πως χρειαζόταν μάρτυρες
ακόμα και στις προσωπικές τους συζητήσεις,
για να μην την έβγαζε μετά τρελή.
Ήξερες πως την έκανε να αμφιβάλλει
για κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα της.

Το ήξερες, έτσι δεν είναι;
Το ήξερες από την αρχή.
Ήξερες ποιος ήταν.
Τι έκανε. Τι έλεγε.
Το ήξερες γιατί εκείνος φρόντισε να σου τα πει όλα,
κομμένα και ραμμένα στα μέτρα του.
Είχες ακούσει τις ιστορίες, τις «υπερβολές» της,
όπως τις έλεγε.

Είχες δει κι εκείνη τη μία φορά που παραλίγο να ξεφύγει μπροστά σου,
αλλά γελάσατε μετά, όλοι μαζί.
Ήταν, είπες, «κάτι μικρό».
«Όλοι οι άνθρωποι έχουν τις κακές τους στιγμές».
Όμως το ήξερες.

Και τι έκανες;
Ρώτησες: «Γιατί έμενε;».
Όχι για να καταλάβεις,
όχι για να βοηθήσεις.
Αλλά για να ικανοποιήσεις την περιέργεια σου
και να επιβεβαιώσεις την προκατάληψή σου.
Κι ύστερα πάλι εξαφανίστηκες από τη ζωή της.
Γιατί ήσουν σίγουρος
ότι «εκείνη έφταιγε».
Ότι εκείνη έμενε,
γιατί κάτι λάθος υπήρχε μέσα της.
Πώς αλλιώς θα δικαιολογούσες
τον φίλος σου;

«Γιατί έμενε;», λες.
Γιατί την έπεισε πως δεν μπορούσε να φύγει.
Γιατί είχε παιδιά και δεν ήξερε αν μπορούσε να τα μεγαλώσει μόνη της.
Γιατί έκανε την αξιοπρέπεια της σμπαράλια.
Γιατί την έκανε να πιστέψει πως κανείς δεν θα την πίστευε.
Γιατί κάθε φορά που ύψωνε τη φωνή του και εξαπέλυε τις απειλές του,
 αμέσως μετά ακολουθούσε μια συγγνώμη που φαινόταν αληθινή.
Γιατί κάθε φορά που έλεγε να φύγω,
την κοιτούσε σαν το θύμα.
«Εσύ θέλεις να διαλύσεις τα πάντα», έλεγε.

Κι όταν τελικά έφυγε,
εσύ δεν ρώτησες «γιατί έμενε;».
Όχι.
Τότε ρώτησες: «Γιατί τον παράτησε;».
Γιατί πίστεψες την δική του ιστορία.
Γιατί δεν ήθελες να την πιστέψεις.
«Δεν είναι δυνατόν», είπες.
«Δεν μπορεί, κάπου θα φταίει κι αυτή!».
«Δεν μπορεί να το έκανε έτσι,
χωρίς να υπάρχει λόγος».
Έτσι δεν είπες;
Χωρίς να υπάρχει λόγος…

Ο λόγος στα μάτια σου,
ήταν εκείνη.
Εκείνη έφταιγε.
Εκείνη τον πίεζε.
Εκείνη δεν καταλάβαινε.
Εκείνη ήταν «δύσκολη».
Εκείνη ήταν το πρόβλημα, η ανεύθυνη,
η «υπερβολική», η «τρελή».
Εκείνος, είπες,
είναι «καλός άνθρωπος».
Γίνεται ένας «καλός άνθρωπος»
να φέρεται έτσι;

Ε, γίνεται.
Γιατί οι νάρκισσοι ξέρουν να δείχνουν μόνο ό,τι θέλουν,
ζώντας μέσα από τα ψέματα τους.
Γιατί οι νάρκισσοι μοιάζουν πάντα καλοί στους φίλους τους.
Έτσι χτίζουν την εικόνα τους,
το κουκούλι που τους προστατεύει.
Όταν όμως βρεθείς μέσα στο κουκούλι τους, στο σκοτάδι τους,
βλέπεις τι πραγματικά είναι.
Και εκείνη ήταν εκεί. Το είδε.
Εσύ δεν είδες αυτό σκοτάδι.
Εκείνη το είδε.

Και εσύ την ρώτησες γιατί έμενε.
Αλλά ξέρεις ποια είναι η αλήθεια.
Δεν ρώτησες γιατί έμενε επειδή δεν καταλάβαινες.
Ρώτησες γιατί δεν ήθελες να καταλάβεις.
Γιατί αν το παραδεχόσουν,
θα έπρεπε να δεις και το δικό σου ρόλο.
Θα έπρεπε να δεις ότι όταν γελούσες με τα «αστεία» του,
όταν δεχόσουν την εικόνα του
«καλού ανθρώπου», του ταλαίπωρου,
του «καταπιεσμένου»,
του έδινες δύναμη.

Κι όταν στο τέλος σήκωσε το χέρι του πάνω της
κι εκείνη έφυγε,
πάλι το ήξερες.
Αλλά τότε δεν σε βόλευε πια να το ξέρεις.
Ήταν πιο εύκολο να πιστέψεις εκείνον.
Το δικό του αφήγημα.
Την εκδοχή που σε έκανε να μη χρειάζεται να τον δεις γυμνό,
χωρίς τη μάσκα που φορούσε μπροστά σου.
«Είναι καλό παιδί», είπες.
«Δεν πιστεύω ότι θα το έκανε».

Τον ξέρεις καλά, είπες.
Εσύ, που έβλεπες μόνο ό,τι εκείνος σου επέτρεπε να δεις.
Τον πίστεψες.
Ήθελες να τον πιστέψεις, γιατί σε έκανε να νιώθεις καλά.
Δεν θα μπορούσες να παραδεχτείς
πως ήσουν φίλος με κάποιον που έκανε τον άνθρωπο του κομμάτια.
Και έτσι, έγινες συνένοχος.

Ξέρεις τι είναι χειρότερο;
Όχι ότι έμεινες φίλος μαζί του.
Αυτό ήταν αναμενόμενο.
Το χειρότερο είναι το βλέμμα σου
όταν την συναντάς τυχαία.
Εκείνη η στιγμιαία ενοχή,
που γρήγορα πνίγεται κάτω από δικαιολογίες.
«Δεν ξέρεις την αλήθεια», λες στον εαυτό σου.
«Όλα έχουν δύο πλευρές».
Αλλά ξέρεις.
Το ήξερες πάντα.
Είδες τις ουλές της
–έστω και αν δεν ήταν ορατές.

Να ξέρεις όμως,
πως το ψέμα που λέγεται για να καλύψει τον θύτη,
γίνεται βαρύ φορτίο για το θύμα.
Κάθε σου καλή κουβέντα γι’ αυτόν
ήταν σαν μια νέα πληγή.
Κάθε σου δικαιολογία
μια νέα υποτίμηση.
Κάθε σου γέλιο μαζί του
μια επιβεβαίωση πως, τελικά, εκείνος είχε δίκιο:
«Δεν θα πιστέψουν εσένα.
Εμένα θα πιστέψουν».

Και να θυμάσαι:
όταν την ρώτησες γιατί έφυγε,
ο δικός σου ρόλος στην απάντηση
ήταν μεγαλύτερος απ’ όσο θα ήθελες.
Ήξερες.
Κι όμως, διάλεξες να κάνεις πως δεν έβλεπες.
Είσαι κομμάτι αυτή της ιστορίας.
Όχι επειδή ήσουν φίλος του.
Αλλά επειδή, όταν είχε σημασία,
έστρεψες το βλέμμα σου αλλού.
Γιατί το μόνο που ήθελες
ήταν να συνεχίσεις να νιώθεις άνετα.

Ήσουν εκεί,
κι όμως δεν έκανες τίποτα.
Και αυτό,
όσο κι αν προσπαθήσεις,
δεν θα ξεχαστεί.-



Ένα κείμενο για την 25η Νοεμβρίου |
Διεθνής Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών
 
 
 

Comments


bottom of page